στέγασμα

στέγασμα
το
1. στέγη.
2. στεγασμένος χώρος.
3. στέγαση.
4. πρόχειρο κατασκεύασμα για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στέγασμα — anything which covers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγασμα — το, ΝΜΑ [στεγάζω] σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι νεοελλ. 1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι 2. το στέγαστρο αρχ. φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ …   Dictionary of Greek

  • στεγασμάτων — στέγασμα anything which covers neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσμασι — στέγασμα anything which covers neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσμασιν — στέγασμα anything which covers neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσματα — στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσματος — στέγασμα anything which covers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσματ' — στεγάσματα , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc pl στεγάσματι , στέγασμα anything which covers neut dat sg στεγάσματε , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδρασμα — ἕδρασμα, το (AM) 1. έδρα 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • αποστέγαση — η (Α ἀποστέγασις) νεοελλ. αφαίρεση της στέγης ή οποιουδήποτε επικαλύμματος, ξεσκέπασμα αρχ. στέγασμα, προφύλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”